- κατεθίζω
- κατεθίζω (Α)καθιστώ κάτι συνηθισμένο2. συνηθίζω, εξοικειώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐθίζω «συνηθίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατεθίζειν — κατεθίζω make customary pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)